|
северо-восточный; τά ~ά — северо-восток #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово северо-восточный? — βορειοανατολικός как с (ново)греческого переводится слово βορειοανατολικός? — северо-восточный — ζεόλιθος — πολυόροφος — διασκεδαστής — δενδράκι — εξη — κτήνος — αποτυχαίνω — ομόθυμος — κλεπτομανής — σαντζάκι — νοτιάς — βρογχοτομία — αρσενικό — ειθίζω — περιβολή — διακόλλησις — σοκολατόχρους — δωδεκάκις — αλεπουνουρά — μοσχαροκεφαλή — φωσφορίτης |
|||