|
страдающий водянкой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово страдающий водянкой? — δρωπικιάρης как с (ново)греческого переводится слово δρωπικιάρης? — страдающий водянкой — αλύχτημα — αρνητικό — αθήλειαστος — αντιλαλώ — φωναχτός — διασκορπιστός — γρουσούζικος — απόφοιτος — αφόντας — αμοιβαίος — άδυτος — ρεφενέ — εραστής — τίγγα — εδωδιμοπωλείο — φαλαινοκαρχαρίας — πρωτογέννημα — αλλαξοφεγγιά — κατεχόμενα — λοξοδρομία — αμπογιάτιστος |
|||