|
η осечка; παθαίνω ~ — давать осечку #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово осечка? — αφλογιστία как с (ново)греческого переводится слово αφλογιστία? — осечка — καλοζυγίζω — μικροφαράδιο — στεγανοποιούμαι — φοιτητριούλα — παραστράτισμα — χαράκωμα — αρθρογραφικά — τυμπανόξυλο — γινόμενο — ακοφτος — κοντούλης — ψοφώ — λεπτομερειακά — ξεσέλλωμα — ελληνόγλωσσος — ξεφωνημένος — θαμνώνας — ζαρτινιερα — ξάντρια — άβαφτος — πασσαλείβομαι |
|||