|
το 1) висок; 2) разум; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово висок? — μηνίγγιον как на (ново)греческом будет слово разум? — μηνίγγιον как с (ново)греческого переводится слово μηνίγγιον? — висок, разум — λαζάνια — εφτάψυχος — αγρίλι — οψιμάθεια — καρποφάγος — δέρνω — αρμαθιά — αλητεία — όχθριτα — αποβιταμινωμένος — γελαδότριχα — υδρομετρία — αυτοτομία — επτά — κράσος — ποτίζομαι — αφεντικό — εντείνω — αδιασάλευτος — αλείφτω — χυμοποίηση |
|||