|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διοικούμαι? — — αμυγδαλογαλα — αυτόνομον — πλέκτης — αβαράρω — δοντού — εκτρέχω — μαστιχιά — μιτάρωμα — ομοιοπαθητική — αιματοθεραπεία — αποκάμωμα — ιδίως — οικήσιμος — ετέρωθεν — σεισμογραφικός — κουντρίζω — αχρόνιαστος — νυκτοβάτης — αποσκιάζω — σύμμικτος — πανηγυρικός |
|||