Новогреческий словарь
καλαρχινω
καλαρχινω
:
πρίν ~ήσω — [phrase] я не успел ещё начать, я только начал было[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
καλαρχινω
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αποδέχομαι
—
σκηνογραφώ
—
μάγια
—
φέρω
—
μεταρρύθμιση
—
βρισίδι
—
ασοβάτιστος
—
βαθμοθέτηση
—
αποκύημα
—
ουσιώδης
—
πρωρεύς
—
ανευφήμία
—
αμβλύωψ
—
αρμονικά
—
αντίζυγος
—
πολυθρήνητος
—
σύμφυτος
—
χθες
—
αρτηριοσκλήρυνση
—
μάντισσα
—
κομμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,