θεί|ος

формы словаβ
θεί|ος
I ο дядя;
          τόν έχω ~ο — [phrase]он мне дядя[/phrase]



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово дядя? — θείος
как с (ново)греческого переводится слово θείος? — дядя


προειδοποιητικόςφθογγόσημοερωμένοςκέκτημαιακοοροςπεριδινώαφοπλισμόςεικοσιένααπρόσβλητοςαπιστιάλυσσικόςφυσιολατρικόςπαλιόβουρτσααντίσκοποςαλατότοποςδέλετρονχειρουργώαξουρισιάδαμάσκοζίγκοςαριθμός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit