|
I ο дядя; τόν έχω ~ο — [phrase]он мне дядя[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дядя? — θείος как с (ново)греческого переводится слово θείος? — дядя — προειδοποιητικός — φθογγόσημο — ερωμένος — κέκτημαι — ακοορος — περιδινώ — αφοπλισμός — εικοσιένα — απρόσβλητος — απιστιά — λυσσικός — φυσιολατρικός — παλιόβουρτσα — αντίσκοπος — αλατότοπος — δέλετρον — χειρουργώ — αξουρισιά — δαμάσκο — ζίγκος — αριθμός |
|||