|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διαιτητεύω? — — γύμνια — ζημιά — γεματούτσικος — ιεροεξεταστικός — εγωισμός — ψυχιατρική — διαπρέπων — μετακομίζομαι — κατεβατός — αγκιστριά — φρόκαλο — καρεκλάς — οραγκουτάγκος — κεραυνόβλητος — τοπικός — αντίγραφον — μπριζολάκι — ζίβεθον — βλαχόπουλο — τρίβων — ακοή |
|||