|
ο столяр(__,__) делающий стулья #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово столяр, делающий стулья? — καθεκλοποιός как с (ново)греческого переводится слово καθεκλοποιός? — столяр, делающий стулья — εμβόλαιον — ανεπρόκοφτος — αισθαντικά — εξαρτώ — γκριμάτσα — αλεπουδιά — μολυβένιος — αχεριώνα — προσβάλλομαι — καταστηματάρχης — μουφλούζεμα — προβοσκίδα — ταχυδρομίζω — σομπρέρο — εξέλιξη — μετροτράπεζα — τουρμπάνι — σκελετό — αυλακοειδής — στραβοκέφαλος — λυπούμαι |
|||