|
1) физиол. семенной; 2) филос. сперматический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово семенной? — σπερμικός как на (ново)греческом будет слово сперматический? — σπερμικός как с (ново)греческого переводится слово σπερμικός? — семенной, сперматический — ζουλόβατος — αναστατωμένα — αυθομολογούμενος — κειμήλιο — προσκολλώμαι — πολυώνυμο — ισπανόφιλος — καματάρικος — διεθνιστική — γκολέττα — κατανίκηση — νομισματολογικά — χοντρόπανο — αδιύλιστος — κουμπαριάζω — αστάρομα — μασκαρένιος — δένδρο — ακολουθητά — τυροτρίφτης — ποιηματάκι |
|||