|
το анемометр, ветромер #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово анемометр? — ανεμόμετρο как на (ново)греческом будет слово ветромер? — ανεμόμετρο как с (ново)греческого переводится слово ανεμόμετρο? — анемометр, ветромер — πιστόνι — ανάργυρος — ξυλόκαστρο — προβάλλω — αναπαραδιά — πονόδοντος — πυροηλεκτρισμός — κοσμογονικός — κίκι — προειδοποιητικός — σαμπάνι — κυρίως — απροσμάχητος — ταλαιπωρούμαι — λαθροθηρία — ανάντη — ανθρωποσωτήριος — κουλτουριάρα — φρικιό — γαλακτοκομείο — παρασημοφορία |
|||