|
ο барсук #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово барсук? — ασβός как с (ново)греческого переводится слово ασβός? — барсук — πέζο — τσέρι — εξέλκω — αυστριακός — καματερή — ανθρωπιστής — αγγειολογία — χολημεσία — βασταγός — ναυλοτιμαριθμικός — ερυθρίοση — χρωμιοχάλυψ — αγλίτωτος — αμερικανοκρατούμενος — ωογόνιο — γιούργια — εκτελωνιστής — αβασκαίνω — οστεοαρθρίτιδα — ακόλαστος — χάπι |
|||