|
το документ #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово документ? — ντοκουμέντο как с (ново)греческого переводится слово ντοκουμέντο? — документ — μπαΐλντισμα — ξέσκουρα — κατοχικός — Πορτογαλλίδα — μηκηθμός — γεννοφάσκια — αγνωστοποίητος — αχνόφεγγο — μυρμηγκιά — γρούζο — πλειοδοτώ — ναυτολόγιο — πολύχρωμος — αμεμούρι — σατυρίαση — ουραιμικός — καταμηνύω — αφομοιωμένος — ωμοπλινθοδομή — καπιταλισμός — αλευρίτικος |
|||