|
высиживать (цыплят) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово высиживать? — κλωσσώ как с (ново)греческого переводится слово κλωσσώ? — высиживать — δρεπανωτός — αισχρός — αρήλογος — εγκάτοικος — ματαπίνω — σκοτείνιασμα — μυδραλλιοβολισμός — λεμφαδενίτις — σύναπάντημα — ακυρώνω — αντιχαίρετε! — νομισμοτοστάθμη — εξαγοράσιμος — μακιγιαρισμένος — τζάμπα — προεξοχή — ουρηθρίτιδα — τριβολίζω — αμπελοκτηματίας — επιφυλάττω — Τσιγγάνος |
|||