|
το мальчик; ~ μου — [phrase]сынок мой[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мальчик? — αγόρι как с (ново)греческого переводится слово αγόρι? — мальчик — αφέντης — Αυστρία — περπατώ — βηχικά — ενδοφλέβιος — ξενοδοχειακός — συναρμολόγηση — ολοτρίγυρα — απολυτρώτρια — δύσκολα — αχυρόδεμα — πετρωτός — δοσίμετρο — αναληπτικός — γλυκομηλιά — ανακόνητος — βιολογία — εκβοτρύωση — πολύωρος — αντιστικτικός — ξέφραχτος |
|||