Новогреческий словарь
διμέτωπος
διμέτωπ|ος
имеющий два фронта
;
~ πόλεμος (άγων) — война (борьба) на два фронта
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
имеющий два фронта
? —
διμέτωπος
как с
(ново)греческого
переводится слово
διμέτωπος
? — имеющий два фронта
#
(ново)греческий словарь
—
βιντεοταινία
—
ογκώδης
—
γελοιογραφικός
—
αλόμετρον
—
μολύβδαινα
—
γουλίζω
—
γλυφόνερο
—
σκουπιδιάρισσα
—
μυρώνω
—
εκρηκτικά
—
τριήμερος
—
κατοπτρική
—
ντομάτα
—
τουρκική
—
προβάλλομαι
—
ζατσέντο
—
αλατοπίπερο
—
μπογιάντισμα
—
εξανθηματώδης
—
γεροκολασμένος
—
προπαγανδισμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве