|
лихорадочно #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лихорадочно? — πυρετώδικα как с (ново)греческого переводится слово πυρετώδικα? — лихорадочно — ανέγνωρος — απολυτρώτρια — σκευοθήκη — βακτηριολογικός — αποπυρηνικοποιημένος — ιδιοκτήτης — δίς — δασκαλοφέρνω — βορειοδυτικός — κραυγάζω — γλυφάδα — χιλιάρα — απανωσέντονο — υπερχρονίζω — πλύμα — διέβην — επίβλεψη — επαρχεύω — αυθαδόμουτρο — σταυροπατέρας — λεμονόφλουδα |
|||