Новогреческий словарь
κουτσοφλέβαρος
κουτσοφλέβαρ|ος
ο 1)
февраль
;
2)
хромоногий
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
февраль
? —
κουτσοφλέβαρος
как на
(ново)греческом
будет слово
хромоногий
? —
κουτσοφλέβαρος
как с
(ново)греческого
переводится слово
κουτσοφλέβαρος
? — февраль, хромоногий
#
(ново)греческий словарь
—
ακτίνα
—
δικάσιμο
—
αλογόπετσο
—
μύρισμα
—
αμπελοκόπι
—
υποκειμενισμός
—
αλογοτάκια
—
λαϊκότροπος
—
σαράκιασμα
—
μητρόθεν
—
αρμεχτάρα
—
ένθεμα
—
ολμοστάσιο
—
σχηματοποίηση
—
δεκάωρος
—
τοκοχρεολύσιο
—
αλαφρομυαλιά
—
γαλαζοπράσινος
—
ανταλλάξιμος
—
αλληλοκαθορισμός
—
αναμεσίς
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве