|
το салоп (растение, тж. горячий напиток) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово салоп? — σαλέπι как с (ново)греческого переводится слово σαλέπι? — салоп — βωλοκόπι — εμβίβαση — ζουμπάς — αεροβάμων — αξόδιαστος — επιχαλίκωση — δολοπλόκος — ναρκοβόλον — άδειασμα — κοπρόχωμα — εξαέτιδα — θερμοσίφωνο — γκαβά — χρυσαύγεια — δουλικότητα — τερατωδία — μυώδης — γλυκορητώ — παλαιστής — κατιφένιος — στέφω |
|||