|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ορεκτικό? — — μαλαματένιος — κανιβαλικός — άγνοια — δείξιμο — αυτόνομον — επιλιμενάρχης — χάνης — γηθοσύνη — απροπόνητος — φωτοτεχνική — βραζιλιανός — ψαροκάλαμο — γνωμοδοτώ — υποκλυσμός — γαληνιαίος — μερτικό — τεντώνω — εκρέω — εξερευνημένος — γαμψότητα — πολυχρονάω |
|||