ορεκτικό

формы словаβ
ορεκτικό



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ορεκτικό? —


μαλαματένιοςκανιβαλικόςάγνοιαδείξιμοαυτόνομονεπιλιμενάρχηςχάνηςγηθοσύνηαπροπόνητοςφωτοτεχνικήβραζιλιανόςψαροκάλαμογνωμοδοτώυποκλυσμόςγαληνιαίοςμερτικότεντώνωεκρέωεξερευνημένοςγαμψότηταπολυχρονάω




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit