Новогреческий словарь
ορεκτικό
ορεκτικό
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ορεκτικό
? —
#
(ново)греческий словарь
—
καταδότης
—
νταράς
—
παλάτι
—
θεατρομανία
—
πετρόβουνο
—
ασυγκόλεστος
—
δρυοκολάπτης
—
συμφορά
—
ασηπτικός
—
αποδυναμωτικός
—
μπουζουκοκέφαλος
—
ενδόκριμα
—
ακοή
—
τυχαίος
—
χαιρετίζω
—
εκπεφρασμένος
—
φακίρισσα
—
μηδένιση
—
δεκαπενταετής
—
εθνικοσοσιαλιστικά
—
μοσχοπουλάω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве