|
ο тореадор, тореро #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тореадор? — ταυρομάχος как на (ново)греческом будет слово тореро? — ταυρομάχος как с (ново)греческого переводится слово ταυρομάχος? — тореадор, тореро — αναρρούσα — φύτευση — εξυμνητικά — εναλλάσσω — κτίση — κρασοβόλι — καρχηδονιακός — φυγομαχώ — βρέφος — ελαστικότητα — παραπάνου — εύλυτος — βαρύθυμος — τοιχογραφικός — ιχθυοκτόνος — χηλοφόρα — εξατμιστήρας — Ζωή — διαπλάτυνση — συναγωγή — βραχονήσι |
|||