|
το сушилка; сушильня #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сушилка? — ξηραντήρας как на (ново)греческом будет слово сушильня? — ξηραντήρας как с (ново)греческого переводится слово ξηραντήρας? — сушилка, сушильня — απομωραίνομαι — καχύποπτος — μπρίο — ανακύμανση — αγέλη — κάπων — ομολογώ — αποθαλασσώνομαι — κακομοιριασμένος — συνταξιδιώτισσα — ανασκάπτω — ανθρακώδης — κυπαρίσσι — ζωντόβολο — παρδαλίζω — βιβλιοφύλακας — ιδρύτρια — εξώδερμα — γκαϊδός — φιλαναγνώστης — γραμματεύω |
|||