|
разбавлять водой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово разбавлять водой? — υδατώ как с (ново)греческого переводится слово υδατώ? — разбавлять водой — καστραβέτσι — εφυάλωση — αναλογώ — φροξινάνθι — εκλαϊκευτικός — μερικότητα — αναβόλι — χοντρομπακάλης — περιαυτολόγος — ξετέντωμα — καφεκούτι — ξεμουρλαίνω — φουρνάρικο — καδένα — κατάμουτρα — ζυγοδέτης — αιτιατό — σφηνάκι — μελόπιτα — κληρώνομαι — εστίαση |
|||