|
(αόρ. εξέκρινα) физиол. выделять #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово выделять? — εκκρίνω как с (ново)греческого переводится слово εκκρίνω? — выделять — μπαστούνα — γροικώ — σχολίατρος — εσπερινός — ετερότοπος — όσπερ — χαρίστρια — ούφ — αγεννη — αδιάσωστος — κακογεννάω — κινηματογράφηση — ελαιοπυρήνας — δίζυγο — πολυχρωμία — αφυπηρετάω — κοντόσωμος — δραστηριοποιούμαι — χαντακώνω — γκραβορίτης — σύγγραμμα |
|||