|
το хим. этилен #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово этилен? — εθυλέννον как с (ново)греческого переводится слово εθυλέννον? — этилен — πολιτικός — στραμπουλίζω — χαρτοπαιξία — κοσμοσύχναστος — κλωστοϋφαντουργός — αγγελομάχημα — αναφωνήτρια — προειδοποιητικός — αιχμή — γουρνάς — δημοκρατικότητα — καψάθρα — αγγειορραφή — αφρορροώ — κατοχυρώνω — κεχρί — υπερτασικός — αναγομώνομαι — στεριανός — γνώθω — υποπόδιον |
|||