|
η прям., перен. комедия; παίζεται ~ — разыгрывается комедия; παίζω ~ — ломать комедию #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово комедия? — κωμωδία как с (ново)греческого переводится слово κωμωδία? — комедия — δελτάριο — γραίδιο — γάζωμα — πρωτεργάτης — καμηλοπάρδαλη — αγριοβλέπω — κλεπταποδοχή — αιξ — κατακάθι — κωλοσέρνομαι — οδοιπορικά — αμπελώδης — βλήμα — διάμετρος — αδεξιότητα — κουνάω — υφυπουργείο — κωλί — οπλοποιείο — μέσπιλον — μικροσκοπία |
|||