|
ο торговец солью #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово торговец солью? — αλατέμπορος как с (ново)греческого переводится слово αλατέμπορος? — торговец солью — σμυριδεργάτης — κασσιτεροκόλληση — συμμέτοχος — ανάπτυγμα — αμαλγαμάτωση — βατοκόπια — χελωνοκαύκαλο — πρωτόλειο — ατμομηχανή — κουτρούλλης — αμέλεια — αρτίδιον — λιμάνι — αποδένδρωση — χορηγικός — χοντρέλλος — ψαροπούλι — στουμπάνισμα — πόθος — περίπτυξη — ημεράδα |
|||