|
лит. шестистопный; ο ~ (στίχος) — гекзаметр #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шестистопный? — εξάμετρος как с (ново)греческого переводится слово εξάμετρος? — шестистопный — σαπουνόσκονη — εξανεμίζω — αδημιούργητος — ναφθαλίνη — φόρμα — πρυμνιός — κακογερόζω — αυλίζομαι — κατοπτροποιία — πορνόγερος — ανδρογόνα — διαστικός — πούντα — ανυπομονία — έγνων — αεριοταμιευτήρας — επιμελητεία — έγγαμος — μαραγκός — μετεωρίτης — γάλλισσα |
|||