|
вклиниваться; παρενεβλήθησαν από τότε πολλά γεγονότα — с тех пор произошло много событий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вклиниваться? — παρεμβάλλομαι как с (ново)греческого переводится слово παρεμβάλλομαι? — вклиниваться — λιφαιμία — αποκαλύπτομαι — γαϊδουρινός — φτυώ — συζητητικά — δήγμα — γλυκονέραντζο — ελαφρολόγία — κιτρινίζω — μαργαριτόπλεκτος — αλατωρύχος — θρυαλλίδα — μπακιρικό — παρασπόνδηση — αναφέρων — πιπέρωμα — καλλωπιστική — δασοχωροφύλακας — επεξεργασία — αψηφισιάρης — συγκερασμός |
|||