|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αναπλειστηριασμός? — — ειλεός — νεκρομαντεία — βρόμη — αμαξάδα — τριφωφοσφορικός — μουνόχειλα — όντως — μοχθηρία — αβαρεσιά — ηλιογράφος — σκούδον — μετανεωτερικός — παστρικοχέρης — φερμάνι — προκάτοχος — αγρικώ — υπερβόρειος — αναπηρία — κέντρωμα — εξωφρενισμός — καταναλωμένος |
|||