|
η вихрь; прям., перен. водоворот; παρασέρνομαι στήν ~ τού πολέμου — быть вовлечённым в водоворот войны #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вихрь? — δίνη как на (ново)греческом будет слово водоворот? — δίνη как с (ново)греческого переводится слово δίνη? — вихрь, водоворот — ωσμοσκόπιο — μεταμοντερνιστικός — ανεκλάλητος — πανδαιμόνιο — εβραϊκά — αζωτούχος — εμπότιση — καταπατητής — επεισόδιο — ξεκολλάω — φαιδρύνω — πληρεξουσιοδοτώ — κυφός — νεκροφυλακείο — κιβούρι — αρτόκρεας — στιχομανία — συνδιαλλασσόμενος — κοσμοχάλαση — στάξιμο — ανακρέμαση |
|||