Новогреческий словарь
οδοντοκοιλία
οδοντοκοιλία
η анат.
альвеола, луночка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
альвеола
? —
οδοντοκοιλία
как на
(ново)греческом
будет слово
луночка
? —
οδοντοκοιλία
как с
(ново)греческого
переводится слово
οδοντοκοιλία
? — альвеола, луночка
#
(ново)греческий словарь
—
αμεσουράνητος
—
δειγματολήπτης
—
μεγαλείο
—
ιχθυοκόμος
—
χοιρότριχα
—
διάκοσμος
—
τρία
—
βουτυροποιείο
—
πλατυπόδαρος
—
μαλακτικότητα
—
απείθεια
—
καθηγήτρια
—
αυτού
—
αδίκιωτος
—
επιτηδεύομαι
—
χαρακτικό
—
διδασκαλία
—
ανθρακοδόχη
—
ξερόγελα
—
ξεραΐλα
—
μολογώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве