|
το муар (ткань) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово муар? — μουαρέ как с (ново)греческого переводится слово μουαρέ? — муар — συκαλίς — νταλίκα — υδροπρίονο — αιξ — ετεραρχία — σαξονικός — καλημέρα — νέγρος — διδυμοτόκος — αδιβόλιστος — είναι — βενζινάροτρο — περίφημος — νανοτεχνολογία — ζέχνω — αλευροβιομηχανία — πρωτόπαπας — κωλοβάρεμα — καταναλώσιμος — κολλιέ — σούρτα-φέρτα |
|||