|
το простенок (между дверями или окнами) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово простенок? — διάθυρο как с (ново)греческого переводится слово διάθυρο? — простенок — κοκκαλιάρικος — επίκτισμα — μαχμουρλού — αραχνοϋφαίνω — γουρουνόμουτρο — επίπλους — οπισθογράφηση — αναφυσητό — επιτεγίς — καλαισθητική — ευτραφής — μπαλκονάκι — χηρεμός — γατσιομαλλιάζω — μελανωπός — αδερφός — πρωϊνή — κατάστηθα — ακτινίδιο — κυκλάμινο — εικοσιπενταράκι |
|||