Новогреческий словарь
τιθασσευστής
τιθασσευστ|ής
ο 1)
укротитель
(животных);
2)
усмиритель
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
укротитель
? —
τιθασσευστής
как на
(ново)греческом
будет слово
усмиритель
? —
τιθασσευστής
как с
(ново)греческого
переводится слово
τιθασσευστής
? — укротитель, усмиритель
#
(ново)греческий словарь
—
μαρτιανός
—
διελκυστίνδα
—
καλομελετάω
—
συνασπισμένος
—
αμβλύνομαι
—
δυσχερώς
—
θολός
—
ισλανδικός
—
ιδιοκατοίκηση
—
αυτοκινητοδρομία
—
ριζοσπαστικοποίηση
—
τζίφος
—
ακόνη
—
παραφωνάζω
—
ανάπαυλα
—
σχοινί
—
παρατιμονιάζω
—
λιοκρούζομαι
—
κολλέγιο
—
συμπολιτευόμενος
—
μονόχρους
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве