|
ο 1) укротитель (животных); 2) усмиритель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово укротитель? — τιθασσευστής как на (ново)греческом будет слово усмиритель? — τιθασσευστής как с (ново)греческого переводится слово τιθασσευστής? — укротитель, усмиритель — πλαστοπροσωπώ — προσεισμικός — εμβρυικός — ησυχαστήριο — τουρκόπουλο — ανάστροφη — άντρακλας — μπατσιά — απέλαση — ψυχομετρικός — καρδιαγγειογραφία — επίκτητος — υποπλασία — τσουτσούνι — επέστην — λαϊκισμός — κιοφτές — ηλεκτροοπτική — καλαφάτισμα — μετάφραση — συνηχώ |
|||