|
το хим. метил #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово метил? — μεθύλιο как с (ново)греческого переводится слово μεθύλιο? — метил — καθάρισμα — ραϊσματιά — στιγματισμένος — αψεύτιστος — αρτίος — ελλιπές — δυσκολοδιήγητος — πεταχτάρι — κωχιάζω — μεταμέλομαι — γάβανο — βρωμερότητα — πίσω — πλάι — μαθητολόγιο — μελισσοκομία — κλαροπόντικο — καταδολίευση — γκέττα — αστός — σουγιαδάκι |
|||