|
η продавщица брачных венцов #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово продавщица брачных венцов? — στεφανοπωλήτρια как с (ново)греческого переводится слово στεφανοπωλήτρια? — продавщица брачных венцов — κλιματοθεραπεία — αεριοφωτισμός — χόρτος — περιηγητήτρια — πρωταριά — δαχτυλιά — κακόθυμος — ισώ — πυρηνόλαδο — αφεντοπούλα — μύσις — τετράγλωσσος — κοσμηματοθήκη — Σόλοι — τετυφωμένος — λιθανθρακοφόρος — κακκαρίζω — προοδευτικότητα — αδρώς — τραμπάλα — λουστραρισμένος |
|||