|
сгущённый; ~ο γάλα — сгущённое молоко #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сгущённый? — συμπυκνωμένος как с (ново)греческого переводится слово συμπυκνωμένος? — сгущённый — πινάκα — ακαταμέριστος — ρετάλια — εννοια — ακαταληψία — καπάτσος — ονοματεπώνυμο — θειαφώνω — πρωτοστέφανος — υποβιβάζω — ακρώμιον — αγκιστρο — βοτανοθεραπεία — ωογενής — δημοπράτηση — επιφανειακά — συγχρόνιση — ηδονοβλεψία — αποδελτιώνω — σκέψη — συχνά |
|||