|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово νεωτερικός? — — διακανόνισμός — συρρικνούμενος — παιδαριώδης — διαυλακίζω — γλυκαντικός — κορνιζάδικο — κάζο — ξεμποτσάρω — πρωτοβάθμιος — απαρακάλεστος — βωμός — σκιαγραφικό — χοντροσύνη — τρυφεροκώλης — νηπιοκτόνος — φορτίο — αναθεμελιώνω — γκελεμπία — ιαμβοποιός — εννεάκρουνος — βίρα |
|||