|
Перевозить,торговать,распространять (наркотики) #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διακινώ? — — απαράγραπτος — σύθεμα — αστένευτος — ανατάσσομαι — ελεφαντόδοντο — βιβλιεκδότης — μάγγανος — λιμεναρχώ — ξωμερίτισσα — συντελεστής — υαλογράφημα — πάλλευκος — καψυλλίωση — ξεκρέμαστος — γομπιασμένος — ντοματομπελτές — εβενουργία — αναγεννητικότητα — ευγενέστερος — εισδοχή — μέλημα |
|||