|
тиранить, мучить; μέ ~ούν αμφιβολίες — мучиться сомнениями; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тиранить? — τυραννάω как на (ново)греческом будет слово мучить? — τυραννάω как с (ново)греческого переводится слово τυραννάω? — тиранить, мучить — καθεστωτικός — εξάτμιση — κατακλίνομαι — παιδισμός — μυρσινέλαιο — θλίβω — αναξαίνω — παρατραβάω — επεχόμενον — γοητευμένος — στόχαστρο — μισότυφλος — λυπούμαι — αμματίζω — ανδρολόγος — εθυλέννον — αποβρόχια — μισοκαμωμένος — αλλοπαθητική — αρνούμαι — λιποθύμημα |
|||