|
широко распространяться (о заразной болезни) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово широко распространяться? — επιδημώ как с (ново)греческого переводится слово επιδημώ? — широко распространяться — γυμνοσάλιαγκος — διαφοροποιούμαι — πρωτοείδωτος — ζαρίφισσα — εγκλείστρα — κουραδούμπα — ρουτινιέρισσα — λεγιωνάριος — κ — εύρυνση — αερόλουτρο — ίσκα — πετροσέλινο — εύρηκα — εορτή — συκολόγος — φιλολογικός — ωμοπλατοσκοπία — ελεφαντομάχος — παλιοσειρά — ζευκτηρία |
|||