|
душный, удушливый; ~ή ατμόσφαιρα — духота; ~ή βραδυά — душный вечер #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово душный? — πνικτικός как на (ново)греческом будет слово удушливый? — πνικτικός как с (ново)греческого переводится слово πνικτικός? — душный, удушливый — ποιμήν — αντιφέγγισμα — φαρμακεύτρια — τρακτέρ — δίδυμος — ακατάλληλος — επίδικος — αργοκλαίω — πλέκτης — παναμαδάκι — ανακρούω — βουλωμένος — στριφτός — σοδομιστής — εφημεριοκός — αποκατάσταση — εξαρτώ — θεολόγος — ερημοδικώ — βλαισότης — κήλων |
|||