|
η цинкография #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово цинкография? — τσιγκογραφία как с (ново)греческого переводится слово τσιγκογραφία? — цинкография — σκράπας — σοβαρολογώ — φεσοποιός — δουλοκτητικός — μαντείο — σεισμολόγος — κρώξιμο — ραβασάκι — λιάρδα — χλιαίνω — φυρονεριά — κατειρωνεύομαι — λιθοβολία — φουρκίζω — εφιχτός — έρωτας — απόνησο — εκπνέω — ατρυπάνιστος — κορφοβούνι — χυμευτικός |
|||