|
το ростомер #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ростомер? — αναστημόμετρο как с (ново)греческого переводится слово αναστημόμετρο? — ростомер — αλατοθήκη — αναχρονιστικώς — αρθρώνω — ξεδικιούμαι — εξάστιχος — ψυχαναλυτικός — αθέμελος — Ψάθα — αυτοέπαινος — γρυλλίζω — γρήγορος — αναποκατάστατος — διεμβολή — ρωγμή — ινδονησιακός — ευγλωττία — αδελφομίκτης — βοϊδόγλωσσο — χυλίζω — τέλι — γεννήτρα |
|||