|
мор. оснащать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово оснащать? — εξαρτίζω как с (ново)греческого переводится слово εξαρτίζω? — оснащать — ανεμόβροχο — αγαλματογλύφος — απόβλημα — μώλωμα — υπερσιτισμός — νεόφερτος — οξυβόας — οπωροσάκχαρο — τυφλίτης — ανάκαρα — κουτιαίνω — κατηφεδένιος — τοκοχρεολύσιο — ατελεύτητος — επιβραδύνω — χιόνι — κρυφομιλώ — αζάλωτος — μαμμά — βαρυποινίτης — δημοσιογραφισμός |
|||