|
вооружённый; οι ~ες δυνάμεις — вооружённые силы; ~η εξέγερση — вооружённое восстание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вооружённый? — ένοπλος как с (ново)греческого переводится слово ένοπλος? — вооружённый — σπορείον — συμφύομαι — κουλτούρα — εκστομίζω — αβάσιμος — βρισκούμενο — μομιοποιώ — υαλόπλινθος — επισημοποίηση — προσπάθεια — πεύκινος — ασημοκέρατος — επήρεια — ρητορεία — χάν — ωκυποδία — αλληλοβοήθεια — άγιασμα — ανασασμός — πυκνοφούντωτος — καγκελλαρία |
|||