|
ο спец. запал #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово запал? — πυροδότης как с (ново)греческого переводится слово πυροδότης? — запал — ξεγνοιασμένος — γροθίζομαι — υποκάτω — γιατροπορεύω — κόμιστρο — επικρατών — χρυσοστέφανος — φτάρμισμα — ζωτικός — δασοχωροφύλακας — κατσιποδιάζω — νηστίσιμος — πορδίζω — αρθρόποδα — Πρωτομαιά — μερινός — ξεζούμισμα — ψυχοπομπός — εξευρωπαΐζω — μηδαμώς — αξιογέλαστος |
|||