|
веять (зерно) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово веять? — αναλικνίζω как с (ново)греческого переводится слово αναλικνίζω? — веять — ημιπερίοδος — ελαφροσέρνω — εκφόβιση — αγαλούχητος — εθνάριον — κυβεύω — δημιουργικός — αντιγραφεύς — επιβιβάζω — αλφαβήτα — λεπτομερής — μονόπαντα — απόθραυσμα — υπηρετομεσίτρια — λαγοοδίζω — χωρατατζής — αθάνατο — βουλητικό — καθοδηγώ — πρωτομαγιάτικος — μετάνιωμός |
|||