|
охлаждающий, холодильный; ~ή εγκατάσταση — холодильная установка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово охлаждающий? — καταψυχτικός как на (ново)греческом будет слово холодильный? — καταψυχτικός как с (ново)греческого переводится слово καταψυχτικός? — охлаждающий, холодильный — αρμολόγος — κατάλληλα — νυχτοκόρακας — μουζεβίρισσας — δουλεμπορικός — θρακικός — κλιμάκωση — μονόπαντα — οδήγηση — αδολέσχης — διατηρούμαι — αλληλοφαγώνομαι — πόνεμα — ξαγοράζω — κατσαρολάκι — επικτηνίατρος — δετηρία — συνεργαζόμενος — φαληρικός — μασσάζ — ατού |
|||